Ελληνική Κυπριακή Διάλεκτος
Η Κυπριακή διάλεκτος (Κυπριακή Ελληνική ή Κυπριακά) είναι η διάλεκτος της Ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιείται από περίπου επτακόσιες πενήντα χιλιάδες Έλληνες στην Κύπρο και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Κύπρου της διασποράς, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία και την Ελλάδα. Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται ως επίσημος γραπτός λόγος, αλλά είναι η κοινή ομιλουμένη των περισσοτέρων Ελληνοκυπρίων. Είναι επίσης η πρώτη γλώσσα πιο ηλικιωμένων Τουρκοκυπρίων από χωριά όπως η Λουρουτζίνα και από την περιοχή της Τυλληρίας. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι Τουρκοκύπριοι μιλούν τα Ελληνικά με Κυπριακή Διάλεκτο ως δεύτερη γλώσσα.
Συνήθως, σε επίσημο περιβάλλον θεωρείται πιο αποδεκτή η χρήση της Κοινής Νέας Ελληνικής (όπως στα σχολεία, στο κοινοβούλιο, στα μέσα ενημέρωσης και στην παρουσία μη Κυπρίων ομιλητών της Ελληνικής). Από γλωσσολογικής πλευράς υπάρχει διμορφία ανάμεσα στην Κοινή Νέα Ελληνική και την Κυπριακή διάλεκτο.
Στη νεότερη εποχή σημαντικοί ποιητές όπως ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) και ο Δημήτρης Λιπέρτης (1866-1937) και ακόμα νεότεροι όπως ο Παύλος Λιασίδης (1901-1985) κάνουν χρήση της διαλέκτου σε γραπτή μορφή. Πολλοί άλλοι λογοτέχνες, συνήθως ποιητές αλλά και πεζογράφοι, χρησιμοποιούν ακόμα την Κυπριακή διάλεκτο. Υπάρχει επίσης πληθώρα κυπριακών τραγουδιών (παραδοσιακά, δημοτικά και σύγχρονα), αλλά και σκετς, θεατρικά και τηλεοπτικές σειρές που χρησιμοποιούν τη διάλεκτο.
Άντα σειστείς κ̌αι λυγιστείς κ̌αι σιγοπερπατήσεις,
ούλου του κόσμου τους καμούς εν να μου τους ποτίσεις.
κ̌ινούρκο δ-δαχτυλίδι φ-φορείς στο χ̌έρι σ-σου,
στην πέτρα γράφει πάνω, να γίνω ταίρι σ-σου.
Την αγαπώ χαρτολοούν κ̌ι’ εμέν παρηγορούσιν,
πάλε τα μ-μάδκια μου δικλούν την αγαπώ να δούσιν.
κ̌αι να ’μουν κλήμαν κρεμ-μαστόν εις την κληματερή σ-σου,
νά ’ρκεσουν νά ’π-πεφτες στο σ̌κ̌ιος, να χόρταν-να το δει σ-σου.