ΟΜΙΛΙΑ.ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΑΦΟΥ ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ
ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΑΦΟΥ ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΡΟΔΟΥ
Στο μνημόσυνο που ετέλεσε ο Σύλλογος Κυπρίων Ρόδου εις τον Ιερο ναό Ευαγγελισμού την Κυριακη 3 Απριλίου 2010 για τους ήρωες που έπεσαν γαι την ελευθερία της Κυπρου με την ευκαιρία της επετείου της έναρξης του απελευθερωτικού αγωνα την 1η Απριλίου 1955 ο καλεσμενος μας Μητροπολίτης ΄Πάφου κ.κ Γεώργιος εξεφώνισε την παρακάτω ομιλια.
Νιώθω αυτή τη στιγμή τη συγκίνηση να με πνίγει και τα συναισθήματα να αντιμάχονται μέσα μου. Συναισθάνομαι την τιμή νά ’μαι σήμερα ανάμεσά σας, Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Ρόδου και αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ κ. Κύριλλε και αγαπητοί Ρόδιοι και Κύπριοι πάροικοι, να πατώ τα χώματα ελεύθερου ελληνικού μέρους και να αναπνέω τον αέρα της Ελλάδος. Για έναν αλύτρωτο Έλληνα δεν είναι λίγο, ούτε αμελητέο κάτι τέτοιο. Νιώθω και την πίεση της Ιστορίας, το μήνυμα της επετείου που τιμούμε και την οφειλόμενη τιμή που πρέπει να αποδώσουμε στους ηρωικούς μας νεκρούς που μνημονεύουμε, και φοβάμαι μήπως δεν μπορέσω να αναδείξω με το λόγο μου, καθώς πρέπει τη θυσία τους. Με συνθλίβει, όμως, και το σημερινό δράμα της ιδιαίτερης πατρίδας μου, που δεν με αφήνει ούτε προς στιγμή να ξεχασθώ στη χαρά.
Παραμερίζοντας, για λίγο, και τη συγκίνηση και τη συναισθηματική φόρτιση, θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις της ημέρας και του περιεχομένου της. Ευχαριστώ γι’ αυτό τον Πρόεδρο των Κυπρίων Ρόδου κι όλους τους συμπατριώτες μου που με προσκάλεσαν, καθώς και τον Σεβασμιώτατο άγιο Ρόδου που υιοθέτησε την πρόσκλησή τους και με δέχτηκε αδελφικά.
Γιόρτασε προχθές Παρασκευή, 1η Απριλίου, ο Κυπριακός Ελληνισμός, με λαμπρότητα και εθνική υπερηφάνεια την επέτειο της έναρξης του απελευθερωτικού του αγώνα, του αγώνα της ΕΟΚΑ, ενάντια στην Αγγλική κατοχή. Αποτίουμε κι εμείς σήμερα, φόρο τιμής και μνημονεύουμε όσους έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα σ’ εκείνο τον ένδοξο αγώνα που είχε να αντιμετωπίσει υπέρτερες δυνάμεις, αριθμητικά πολλαπλάσιες και ποιοτικά ασύγκριτες σε εξοπλισμό. Τιμούμε κι όσους αγωνιστές βρίσκονται ακόμα στη ζωή και βλέπουν, στις δυσμές πια του βίου τους, τους αγώνες τους να μένουν αδικαίωτοι. Κι ανανεώνουμε την υπόσχεση πως θα συνεχίσουμε τον αγώνα μέχρι την πλήρη δικαίωση.
Πενηνταέξι χρόνια ύστερα από την έναρξη του απελευθερωτικού μας αγώνα μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα το μεγαλείο του. Ο αγώνας εκείνος υπήρξε όντως επικός, μια κορυφαία στιγμή της Ιστορίας μας. Υπήρξε μια μοναδική ρωμαλέα εξόρμηση του Κυπριακού Ελληνισμού από την ταπείνωση δουλείας αιώνων στα ύψη των εθνικών του πόθων.
Υποταγμένος για επτά αιώνες (από το 1191) σε ξένους λαούς, ο Κυπριακός Ελληνισμός δεν χάρισε την ψυχή του σε κανέναν, αλλά γρηγορούσε συνεχώς. Ούτε και άφησε τη σκουριά της δουλείας να σκουριάσει το πολύτιμο εθνικό του μέταλλο. Το πάθος της ελευθερίας, καθοριστικό στοιχείο του χαρακτήρα όλων των Ελλήνων, σιγόβραζε μέσα του. Από την κλασσική Ελλάδα όπου διακηρυσσόταν, έργοις και λόγοις, ότι «εύδαιμον το ελεύθερον» και «ελεύθερον το εύψυχον», από τον Παλαιολόγο με το «πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν», από την παλιγγενεσία του 1821 με το λακωνικό « Ελευθερία ή θάνατος» , από το έπος του ’40 με το στεντόρειο «ΟΧΙ», ο Κυπριακός Ελληνισμός πήρε πολλά διδάγματα. Κι έτσι, σε χρόνο που ο Άγγλος δυνάστης εθεωρείτο δυσπολέμητος, ακόμα κι από τα ισχυρότερα κράτη του κόσμου, μικρός λαός και άοπλος αυτός, ανέλαβε το γιγάντιο έργο υπέρ της ελευθερίας και της δικαιοσύνης που έπρεπε άλλοι, αντ’ αυτού, να είχαν αναλάβει.
Όταν το 1878 η Μ. Βρεττανία κατελάμβανε την Κύπρο, αντικαθιστώντας τον προηγούμενο δυνάστη, την Τουρκία, οι Κύπριοι αναθάρρησαν. Είχαν ελπίσει ότι θα επαναλαμβανόταν και γι’ αυτούς αυτό που έγινε με τα Επτάνησα. Ότι θα παραχωρούσε, δηλαδή, η Βραττανία την Κύπρο στην Ελλάδα. Όταν όλες οι ελπίδες διαψεύστηκαν, όταν οι κατά καιρούς υποσχέσεις των Άγγλων αποδείχτηκαν καιροσκοπικά τεχνάσματα κι όταν η Αγγλική κυβέρνηση διακήρυξε πως, λόγω της στρατηγικής θέσης της Κύπρου, ουδέποτε θα μπορούσε να εφαρμοστεί γι’ αυτήν η αρχή της αυτοδιάθεσης, ο Κυπριακός Ελληνισμός ανέλαβε τις ευθύνες του. Η Εκκλησία η οποία στους ασέληνους αιώνες της δουλείας ενίσχυσε και περικράτησε τον υπόδουλο λαό, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, πήρε την απόφαση για την επανάσταση, τον ένοπλο αγώνα. Αναθέτοντας την στρατιωτική οργάνωση στον Γεώργιο Γρίβα – Διγενή, ευλόγησε τα όπλα και κάλεσε όσους πιστεύουν «εις Χριστόν», να πολεμήσουν «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία».
Έτσι σε μια μέρα όπου, σύμφωνα με το έθιμο, οι άνθρωποι συνηθίζουν να λέν ψέματα, η Κύπρος βροντοφώναξε μια μεγάλη αλήθεια:
ØΠως 3,5 χιλιάδες χρόνια πολιτισμού ήταν αρκετά.
ØΠως τόσοι αιώνες ήταν αρκετοί, για να κερδίσουμε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.
ØΠως τόσα χρόνια ήταν υπέρ αρκετά και δεν αντέχαμε πια, δεν μπορούσαμε, δεν γινόταν να μην προσπαθήσουμε να αγωνιστούμε, ή να πεθάνουμε, για την ελευθερία.
Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός ονόμασε τον Ύμνο στην ελευθερία, ύμνο χρέους. Η ελευθερία της Κύπρου ήταν χρέος για τους κατοίκους της και στο προσκλητήριο εκείνο οι Κύπριοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ολόκληρος ο Κυπριακός Ελληνισμός αγκάλιασε με θέρμη τον αγώνα. Εκτός από την ΕΟΚΑ (την Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) που εξέφραζε αυτούς που διενεργούσαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στις πόλεις και στην ύπαιθρο, ο υπόλοιπος Κυπριακός λαός συντονιζόταν, στην παθητική αντίστασή του, από την ΠΕΚΑ (Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνα), ενώ στις διαδηλώσεις της νεολαίας πρωτοστατούσε η ΑΝΕ (Άλκιμη Νεολαία της ΕΟΚΑ).
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ απέδειξε έμπρακτα τη συνέχεια της Ελληνικής φυλής: Ξαναζωντάνεψαν ο Μαραθώνας, οι Θερμοπύλες, το Χάνι της Γραβιάς με νέους ημίθεους, απόγονους των παλαιών ηρώων, θρέμμα της ίδιας φύτρας.
Ο Αυξεντίου στον Μαχαιρά πολέμησε μόνος, για 9 ολόκληρες ώρες, μ’ ένα ολάκερο στρατό. Στο κάλεσμα των Άγγλων να παραδοθεί, απάντησε όπως κι ο Λεωνίδας: «Μολών λαβέ». Μη μπορώντας οι «πολιτισμένοι» Άγγλοι να τον συλλάβουν, ή να τον σκοτώσουν πολεμώντας αντρίκεια, τον έκαψαν, περιλούοντας με βενζίνη και πυρπολώντας το κρησφύγετό του.
Στον αχυρώνα του Λιοπετρίου τέσσερις ήρωες πολεμώντας σαν λιοντάρια αναβιώνουν το Χάνι της Γραβιάς. Κι όταν τους τέλειωσαν τα πολεμοφόδια δεν παραδόθηκαν. Επεχείρησαν ηρωϊκή έξοδο, πέφτοντας νεκροί από τα πυρά των Άγγλων.
Στο Δίκωμο, ο Κυριάκος Μάτσης ενσαρκώνει τον Παλαιολόγο. Αρνείται τον συμβιβασμό. «Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής», ήταν η απάντησή του σε δελεαστική προσφορά για προδοσία. Οι Άγγλοι τον σκοτώνουν ανατινάσσοντας το κρησφύγετό του.
Στην Πάφο, ένας έφηβος ποιητής, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης αφήνει το μαθητικά θρανία κι ανεβαίνει αντάρτης στο βουνό. Εφαρμόζει έμπρακτα τους στίχους, που ο ίδιος έγραψε προηγουμένως: «Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια που παν στην λευτεριά». Σε ηλικία 18 ετών ανεβαίνει, με το χαμόγελο στα χείλη, στην αγχόνη και γίνεται αγωνιστικό σύμβολο κι αθάνατος.
Ένα συγκλονιστικό ποίημα περιγράφει την εθνική ανάταση που επικρατούσε στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του αγώνα και μιλά για το κλίμα που επικρατούσε στην τάξη του Ευαγόρα Παλληκαρίδη την επομένη της εκτέλεσής του:
Ρωτά ο δάσκαλος:
«- Παρόντες όλοι; - Κύριε ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες! Λέει ο δάσκαλος και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω Ευαγόρα να μας πεις Ελληνική Ιστορία!
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν σ’ αναφιλητά, ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα! Βαγόρα, πάντα πρώτος!»
Το κλίμα που επικρατούσε τότε στην Κύπρο δίνουν και δημοσιεύματα στην Ελληνικό τύπο:
Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στο άρθρο του «Παιδιά της Κύπρου», στις 7/10/1956 γράφει για τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ: «Μέσα τους υπάρχει πείρα αιώνων, η πείρα μια μεγάλης και βασανισμένης φυλής, που πρώτη της ένιωσε την αξία της ελευθερίας. Ένα πλήθος φωνές μιλούν στην καρδιά τους. Είναι πρόγονοι που έκλαψαν, που επαιδεύτηκαν σκληρούς παιδεμούς, που έχασαν τη ζωή τους παραπατώντας μέσα στο σκοτάδι». Κι ο Δημήτρης Ψαθάς, σε άρθρο του, την επομένη της έναρξης του αγώνα, στις 2 Απριλίου 1955 σημειώνει: «Ο λαός αυτός δεν λογάριασε ποτέ τον αριθμό, τα μέσα και τις διαστάσεις του αντιπάλου. Ίσα – ίσα που η μοίρα του τόχει να ορθώνεται ανέκαθεν, μπροστά σε κολοσσούς, όταν πρόκειται για θέματα που αφορούν τη λευτεριά και την αξιοπρέπειά του». Η Μαρία Ράλλη, στις 4 Απριλίου 1956, στο άρθρο της «Ολόκληρο το νησί είναι ΕΟΚΑ», λέει επιγραμματικά: «Κάθε ράσο στην Κύπρο είναι ένα λάβαρο. Κάθε σήμαντρο, ένα εγερτήριο σάλπισμα».
Στις υποσχέσεις του κατακτητή για υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, γέμισαν οι τοίχοι των χωριών μας με τη διακήρυξη: «Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγομεν πέτρες».
Συνειδητοποιώντας σήμερα το μεγαλείο εκείνου του αγώνα, ομολογούμε ότι τιμή και δόξα πρέπει σ’ όλους αυτούς που ενσάρκωσαν το όραμα αιώνων. Ο θαυμασμός μας προς αυτούς γίνεται μεγαλύτερος όταν αναλογιστούμε το μέγεθος του εγχειρήματος και τις δυσχέρειες που είχαν να αντιμετωπίσουν. Πενηνταέξι χρόνια μετά, όλοι αναγνωρίζουν πως όσα έγιναν κατά τη διάρκεια εκείνου του αγώνα, υπερέβησαν κάθε μέτρο μεγαλουργίας και θα μπορούσαν να συγκριθούν μόνον με τις πράξεις των αρχαίων προγόνων μας, των Σαλαμινομάχων και των Μαραθωνομάχων.
Μερικοί σήμερα αποφαίνονται πως εκείνος ο αγώνας ήταν ένα λάθος. Πως δεν θα έπρεπε να τα είχαμε βάλει με μιαν υπερδύναμη. Πως θάπρεπε να είχαμε μετρήσει καλά τις δυνάμεις μας και να είχαμε αρκεστεί σ’ όσα και όποτε, οικειοθελώς, ήθελε μας προσφέρει ο κατακτητής. Μα αν ήταν έτσι, λάθος θα ήταν και η μάχη στις Θερμοπύλες, λάθος θα ήταν και η άρνηση του Παλαιολόγου να παραδώσει την Πόλιν, λάθος και το έπος του ’40. Αφού ο εχθρός θα περνούσε, προς τι η αντίσταση; Μα τι είναι τότε ορθό; Μήπως ο ραγιαδισμός κι ο εθνικός εξευτελισμός;
Είναι εύκολον, εκ των υστέρων, μέσα σε νέες συνθήκες και με την εμπειρία που αποκτήθηκε να κρίνεται ένα γεγονός. Ένα γεγονός όμως θα πρέπει να κρίνεται στις συνθήκες που πραγματώθηκε, στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Ποιος μπορεί να εκτιμήσει τι θα σοφιζόταν, χωρίς τον αγώνα της ΕΟΚΑ, ο κατακτητής; Και ποιος προεξοφλά πως δεν θα μεμφόμασταν σήμερα τους εαυτούς μας αν μέναμε απαθείς, δούλοι νομιμόφρονες, ανάξιοι των Ελλήνων προγόνων μας;
Παρ’ όλα αυτά, πέρα από τα ηρωϊκά κατορθώματα, πέρα από την επιβεβαίωση της ενότητας και της συνέχειας της φυλής, ο αγώνας εκείνος απέδωσε. Έδωσε μιαν ανεξάρτητη Κύπρο, έστω και με ελλιπή ανεξαρτησία. Και δεν φταίει ο αγώνας, ούτε το πάθος για ελευθερία, αν εμείς δεν επιδείξαμε τις αρετές που έπρεπε για περιφρούρηση και ολοκλήρωση αυτής της ελευθερίας. Ο Έλληνας, δυστυχώς, ενώ ξέρει να γίνεται ολοκαύτωμα στον πόλεμο για την υπεράσπιση της γης του, την περιφρούρηση ή την ανάκτηση της ελευθερίας του, δεν ξέρει, ακόμα, να διαφυλάττει, σε καιρούς ειρήνης, ό,τι πέτυχε και να ολοκληρώνει τα επιτεύγματά του. Εμφιλοχωρεί μέσα του η διχόνοια και καταστρέφει, πολλές φορές, όσα με τόσες θυσίες και τόσους αγώνες πέτυχε. Κι είμαστε σήμερα αντιμέτωποι με πολύ δυσκολότερες καταστάσεις.
Είναι αλήθεια πως ζήσαμε, για αιώνες, κάτω από ξένους δυνάστες. Κι ήταν πάντα δύσκολοι οι καιροί. Δεν υπάρχει καλή, ή ευχάριστη, κατοχή. Μα σήμερα τα πράγματα είναι εξαιρετικά επικίνδυνα. Όσο επαχθής κι αν ήταν η δουλεία μας σε προηγούμενες εποχές, ο λαός μας έμενε στον τόπο του. Παρέμενε στις εστίες του. Πλήρωνε φόρους, αποδεκατιζόταν από φόνους, παιδομαζώματα, λεηλασίες. Ανέμενε, όμως, με καρτερία την ανατολή καλύτερων ημερών. Τώρα τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Μ’ ένα εθνικό ξεκαθάρισμα κι ένα βάρβαρο εποικισμό των κατεχομένων εδαφών μας, η Τουρκία επιχειρεί αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα της νήσου μας. Στις εφημερίδες των κατεχομένων γίνεται λόγος για ύπαρξη 800.000 εποίκων, όσοι κι εμείς. Κι αύριο θα φέρουν περισσότερους. Και θα επιχειρήσουν Αλεξανδρεττοποίηση του Κυπριακού. Το φάσμα της πλήρους Τουρκοποίησης της Κύπρου πλανάται στον ορίζοντα. Είναι γι’ αυτό που είπα στην αρχή ότι με διακατέχει άφατη θλίψη για τα δεινά της πατρίδας μας.
Σε καιρούς δύσκολους και οριακούς, όταν οι εθνικοί αγώνες βρίσκονται σε δύσκολη καμπή, επέτειοι, σαν τη σημερινή, και εθνικά μνημόσυνα, όπως αυτό που σήμερα τελούμε, παίρνουν το νόημα υπόμνησης του χρέους και ανανέωσης αποφάσεων για συνέχιση και ολοκήρωση του αγώνα. Έτσι και τώρα. Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι στην εποχή των ωμών συμφερόντων και των συσχετισμών δυνάμεων, είναι στις δικές μας δυνάμεις και μόνον, καθώς και στο δίκαιό μας που θα πρέπει να στηριχτούμε. Και θα πρέπει όλοι, ενωμένοι σαν ένας άνθρωπος, να αντλήσουμε από το παράδειγμα, την τόλμη και την αυτοθυσία των προγόνων μας. Η πολιτική των υποχωρήσεων που εφαρμόσαμε από τον θάνατο του Εθνάρχη Μακαρίου, εδώ και 34 χρόνια, δεν απέδωσε. Είχαμε την ελπίδα πως, στις δικές μας υποχωρήσεις, θα έκαναν κι οι Τούρκοι ένα βήμα, για να συναντήσουν τις δικές μας θέσεις. Αντ’ αυτού οι Τούρκοι μετακινούν συνεχώς τον στόχο τους. Θα πρέπει όλοι να αντιληφθούμε πια, πως με τον τρόπο αυτό, προάγουμε τον τελικό στόχο της Τουρκίας που είναι η τουρκοποίηση της Κύπρου.
Είναι καιρός να αξιοποιήσουμε την ένταξή μας στην Ευρώπη. Δεν είμαστε Ευρωπαίοι δεύτερης κατηγορίας ώστε μόνο εμείς να μη δικαιούμαστε ό,τι δικαιούνται όλοι οι άλλοι. Είναι επείγουσα ανάγκη να επανατοποθετήσουμε το πρόβλημά μας ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Να αγωνιστούμε για απελευθέρωση, όχι για μιαν οποιανδήποτε «επανένωση». Αν εμείς δεν αγωνιστούμε, ουδείς θα το πράξει για μας.
Τελειώνοντας νομίζω πως έχω το δικαίωμα, να ζητήσω όπως κι η Ελλάδα, η μητέρα πατρίδα μας, αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι σ’ ένα τμήμα του Έθνους που κινδυνεύει. Νιώσαμε πολλές φορές, μέχρι τώρα, το πικρό αίσθημα της εγκατάλειψης σε ώρες δύσκολες. Όταν το 1974 αναγκαζόμασταν να εγκαταλείψουμε τα σπίτια και τη γη των πατέρων μας, το έθνος, δυστυχώς, στάθηκε σε απόσταση ασφαλείας από τα τεκταινόμενα, προβάλλοντας τη δικαιολογία της απόστασης. Πριν από λίγα χρόνια, μέρος της ηγεσίας του Έθνους μάς συμβούλευε για αποδοχή του σχεδίου Ανάν, που θα οδηγούσε – και είναι σίγουρο ότι το έβλεπαν κι αυτοί – σε εθνική τραγωδία. Σήμερα το εθνικό κέντρο βολεύτηκε πίσω από το «εσείς αποφασίζετε κι εμείς στηρίζουμε». Μα, σε ώρες κινδύνου, δεν μπορεί να είμαστε μόνοι. Είμαστε φύτρα της ίδιας φυλής. Κοινά είναι τα προβλήματα, κοινή και η μοίρα του Ελληνισμού. Τυχόν ευόδωση των Τουρκικών επιδιώξεων στην Κύπρο θα οδηγήσει σε αμφισβήτηση και άλλων Ελληνικών εδαφών. Γι’ αυτό ας αφυπνιστούμε. Δεν είμαστε ούτε στο παρά πέντε, ούτε στο παρά ένα. Είμαστε στο μεταίχμιο της Τουρκοποίησης της Κύπρου. Το χρέος είναι δικό μας. Το οφείλουμε στους νεκρούς που μνημονεύουμε σήμερα. Σ’ αυτούς που πριν πενηνταέξι χρόνια όρθωσαν τα κυρτωμένα από τη δουλεία σώματά τους και τα αντέταξαν σε μιαν αυτοκρατορία.
Το ’55 μάς παρακολουθεί και μας φωτίζει τον δρόμο.