Διαφήμιση

ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΑΦΟΥ ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ LIONS

 

ΔΩΡΕΑ ΟΡΓΑΝΩΝ ΣΩΜΑΤΟΣ
Ομιλία στη Λέσχη Lions Ρόδου.
Δευτέρα 4.4.2011
Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου
 
 
          Ευχαριστώ θερμά τη Λέσχη Lions Ρόδου που μου δίνει την ευκαιρία να είμαι απόψε μαζί σας για να εκθέσω τις απόψεις μου γύρω από το θέμα «Δωρεά Οργάνων Σώματος».
          Χαίρομαι πραγματικά γιατί το θέμα που μου δώσατε δείχνει πως άνθρωποι, όπως εσείς, με πνευματικά ενδιαφέροντα, ενεργοποιημένοι σε πολλούς κοινωνικούς τομείς, ευαισθητοποιείσθε και στα σύγχρονα επιτεύγματα της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, αναζητώντας απαντήσεις σε αναδυόμενα καινούργια ερωτήματα και γραμμή πλεύσης για σας τους ίδιους αλλά και όσους επηρεάζετε.
          Οι «Βιοεπιστήμες», καθώς και η αντίστοιχη Βιοτεχνολογία, έχουν σημειώσει τεράστια ανάπτυξη στις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Τα επιτεύγματά τους είναι πολλά και μερικά από αυτά εφαρμόζονται ήδη και στην πατρίδα μας, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
          Πολλά από τα επιτεύγματα κρίνονται ως ευεργετικά για τον άνθρωπο. Έτσι, με τις μεταμοσχεύσεις οργάνων, π.χ., σώζονται ζωές και παρέχεται η δυνατότητα επιβίωσης σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα με ζωτικά όργανά τους. Η τεχνητή γονιμοποίηση επιτρέπει σε άτεκνα ζευγάρια να αποκτήσουν απογόνους∙ η γενετική μηχανική, με την επέμβαση στα ανθρώπινα γονίδια, επαγγέλλεται την πρόβλεψη και θεραπεία ασθενειών κ.ο.κ.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις στις οποίες δεν κρίνεται από όλους επωφελής, ή τουλάχιστον δεν στερείται διλημμάτων, η εφαρμογή των νέων εφευρέσεων όπως π.χ. συμβαίνει με την περίπτωση της κλωνοποίησης, ή της λήψης οργάνων από πτωματικούς δότες, ή της χρήσης γενετικά τροποποιημένων τροφίμων κλπ. Ακόμα σε ορισμένους άλλους τομείς, στους οποίους τα πράγματα άλλαξαν ριζικά τα τελευταία χρόνια, όχι μόνον ο θρησκευόμενος, αλλά και ο μέσος άνθρωπος της κοινωνίας μας, εκφράζει αντιρρήσεις. Τέτοιοι είναι ο τομέας των αμβλώσεων και των προγεννητικών εξετάσεων, ο τομέας της ευθανασίας, και άλλοι.
          Μα και στις περιπτώσεις των επιστημονικών επιτευγμάτων που κρίνονται ως επωφελή, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της κατάχρησης, ή της παράχρησης. Αν σε καθετί χρειάζεται μέτρο και διάκριση, κρίση και κριτήρια για το τι είναι καλό και τι κακό, πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο, πολύ περισσότερο ισχύουν αυτά για τον ευαίσθητο τομέα των Βιοεπιστημών και της Βιοτεχνολογίας. Εξάλλου ισχύει πάντα ο αφορισμός του Γρηγορίου του Θεολόγου «το καλόν ου καλόν, όταν μη καλώς γένηται».
Οι απορίες και τα διλήμματα των ανθρώπων, όσον αφορά τις ως άνω επιστημονικές ανακαλύψεις και τις εφαρμογές, στις οποίες αναφερόμαστε, οδήγησαν στην εμφάνιση του κλάδου της Βιοηθικής. Η Βιοηθική καλείται να θέσει τα όρια ανάμεσα στις θετικές και αρνητικές συνέπειες των Βιοεπιστημών και της Βιοτεχνολογίας στη ζωή μας. Να προβάλει κριτήρια, ώστε να καταστεί δυνατή η επιλογή πορείας, μέσα από τους πολλούς και ποικίλους δρόμους που διανοίγονται, λαμβάνοντας υπόψη το θέλημα του Θεού και τις ανθρώπινες αξίες που πρέπει να διαφυλαχτούν. Καλείται, ακόμα, να δημιουργήσει αντιστάσεις στη συνεχώς αυξανόμενη πίεση για εφαρμογή στη ζωή των ανθρώπων των οποιωνδήποτε νέων εφευρέσεων ή ανακαλύψεων.
          Δεν είναι εύκολο στον κάθε άνθρωπο, όσο πιστός κι αν είναι αυτός, να βρει, χωρίς χειραγωγία, μέσα στην Αγία Γραφή, απαντήσεις στα ερωτήματα που δημιούργησαν οι νέες και πρωτόγνωρες εφευρέσεις του καιρού μας. Στην Αγία Γραφή βρίσκουμε, σε γενικές και αναλλοίωτες αρχές, το θέλημα του Θεού που παραμένει το ίδιο από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος και θα εξακολουθήσει να μένει έτσι για πάντα. Δική μας επίπονη δουλειά, των πνευματικών ανθρώπων, των Θεολόγων, των Χριστιανών επιστημόνων και των ποιμένων είναι να εγκύψουμε στην Αγία Γραφή και με προσευχή και μελέτη να βρούμε, με βάση το θέλημα του Θεού, απαντήσεις στα φλέγοντα ερωτήματα της εποχής μας.
          Στην Αγία Γραφή δεν θα βρούμε ασφαλώς, όπως κάποιος συμπατριώτης μου ερευνητής – επιστήμονας ισχυριζόταν, το «ου κλωνοποιήσεις». Ούτε το «ουκ επιτρέπεται η εξωσωματική γονιμοποίησις». Θα βρούμε όμως το «ου φονεύσεις», το «ου μοιχεύσεις», την γενική αρχή ότι ο κάθε άνθρωπος γεννιέται με την ελευθερία της βουλήσεως και το λογικό. Αν, επομένως, στις νέες μεθόδους κάπου θανατώνονται άνθρωποι, έστω και στο πιο πρώιμο στάδιο της ζωής τους, αν δημιουργούνται άνθρωποι – ρομπότ, αν κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των τεχνολογιών αναπαραγωγής κάπου εισέρχεται τρίτος στη σχέση του ζευγαριού, οι προσπάθειες, προφανώς, προσκρούουν στο θέλημα του Θεού.
          Μετά από αυτή την εκτενή αλλά αναγκαία εισαγωγή, έρχομαι στο θέμα που μου δόθηκε: «Δωρεά Οργάνων Σώματος»
          Οι μεταμοσχεύσεις – σ’ αυτές στοχεύει η δωρεά οργάνων σώματος – είναι, υπό όρους, πράξη αγαθή. Άνθρωποι που λόγω κληρονομικών παθήσεων, ή άλλων καταστάσεων, χάνουν ένα ή περισσότερα ζωτικά όργανά τους, με τον τρόπο αυτό μπορούν να κρατηθούν στη ζωή, ή να έχουν μιαν ποιοτικά αναβαθμισμένη ζωή. Ωστόσο, οι μεταμοσχεύσεις συνδέονται μ’ ένα πλήθος ερωτημάτων, κυρίως ηθικών, αλλά και νομικών και ιατρικών, που κάνουν πολλούς επιφυλακτικούς και τους οδηγούν σε αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων τους. Τα ηθικά από τα ερωτήματα αυτά, τα οποία είναι εκείνα που κυρίως ενδιαφέρουν την Εκκλησία, αναφέρονται στο τι στην πραγματικότητα είναι η ζωή και ο θάνατος, πόσο τα όρια των δύο αυτών μεγεθών βρίσκονται στην εξουσία του Θεού ή στη δική μας, μέχρι πού εκτείνεται το αυτεξούσιο, ποια είναι η επί του σώματος εξουσία του ανθρώπου και άλλα πολλά, που δεν είναι τόσο εύκολο να απαντηθούν.
          Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τοποθετήθηκε επίσημα μέχρι σήμερα απέναντι στο πρόβλημα των μεταμοσχεύσεων. Όλες όμως, οι επί μέρους τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, χωρίς να παραβλέπουν τα προβλήματα που εγείρονται και τους κινδύνους εκτροπής που ελλοχεύουν, διάκεινται, κατ’ αρχήν, ευνοϊκά προς αυτές, θεωρώντας πως οι μεταμοσχεύσεις είναι ο χώρος όπου δοκιμάζονται οι αξίες και οι προτεραιότητες της κοινωνίας και μετρείται έμπρακτα ο αλτρουϊσμός και η αγάπη των ανθρώπων.
          Θα αναφερθώ πρώτα στις αντιρρήσεις μερικών στο γενικό θέμα των μεταμοσχεύσεων, αν δηλαδή αυτές μπορούν να γίνουν αποδεκτές από την Εκκλησία. Θα προσπαθήσω να απαντήσω στις αντιρρήσεις αυτές σύμφωνα με την Παράδοσή μας και τις βασικές αρχές για τη ζωή και τη συμπεριφορά των ανθρώπων όπως εκτίθενται στην Αγία Γραφή. Ακολούθως θα ασχοληθώ αναλυτικά με το θέμα και θα τοποθετηθώ σχετικά.
 
Διερωτώνται, μερικοί, κατά πόσον επιχειρώντας παράταση της ζωής – σ’ αυτό στοχεύουν οι μεταμοσχεύσεις – επεμβαίνουμε στο έργο του Θεού. Είναι, λεν, αυτό θεμιτό; Γι’ αυτό το σκοπό ήλθε στη γη ο Χριστός, για παράταση της επίγειας ζωής μας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν φαίνεται να είναι δύσκολη, συναρτάται δε προς τη χρήση ιατρών και φαρμάκων στη ζωή μας. Ο Χριστιανός δεν έχει κανένα λόγο να μην χρησιμοποιεί την ιατρική τέχνη και τα φάρμακα. Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη συναντούμε αποδοχή των φαρμάκων και των ιατρών. Στο βιβλίο «Σοφία Σειράχ» διαβάζουμε: «Τίμα ιατρόν προς τας χρείας αυτού, τιμαίς αυτού και γαρ αυτόν έκτισε Κύριος· παρά γαρ Υψίστου εστίν ίασις και παρά βασιλέως λήψεται δόμα. Επιστήμη ιατρού ανυψώσει κεφαλήν αυτού και έναντι μεγιστάνων θαυμασθήσεται. Κύριος έκτισεν εκ γης φάρμακα και ανήρ φρόνιμος ου προσοχθιεί αυτοίς...»(1)
          Η ιατρική που φροντίζει για τη βελτίωση της υγείας του ανθρώπου και την αποκατάστασή της, όταν αυτή κλονισθεί, συμβάλλει ταυτόχρονα και στην παράταση της ζωής του. Η Θεολογία δεν εμποδίζει την ιατρική στην προσπάθειά της, αλλά και δεν αγνοεί τη σχετικότητά της.(2) Ο άνθρωπος προσπαθεί για την υγεία και για την παράταση της επίγειας ζωής του, χωρίς όμως και να δίνει απόλυτη σημασία σ’ αυτά, ούτε και το κάνει αυτονομημένα από το Θεό και την ωφέλεια της ψυχής του. Γνώμονας όλων των ενεργειών του είναι το του Αποστόλου Παύλου «Είτε εσθίετε, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε».(3)
          Ο Χριστός ασφαλώς δεν έχει σκοπό να παρατείνει τη ζωή των ανθρώπων στη γη αλλά να την ανακαινίσει και να την αφθαρτίσει. Όμως και η παράταση της επίγειας ζωής του ανθρώπου δεν αντιστρατεύεται αυτό το σκοπό. Ο ίδιος ο Χριστός με τις θαυματουργικές θεραπείες που πραγματοποίησε και τις νεκραναστάσεις που τέλεσε, παρέτεινε τη ζωή κάποιων ανθρώπων. Μπορεί τα θαύματα να μην ήταν αυτοσκοπός, υποβοηθούσαν, όμως, το έργο του.
Άλλο ερώτημα, που προβάλλεται από κάποιους, είναι αν μπορεί ο άνθρωπος το δώρο που πήρε από το Θεό, το σώμα του δηλαδή, με τα διάφορα επί μέρους όργανά του, να το δωρίζει σε άλλους, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό σε κίνδυνο τον εαυτό του. Προβάλλουν μάλιστα και το αγιογραφικό «Ουκ εστέ εαυτών, ηγοράσθητε γαρ τιμής»,(4) για να στηρίξουν τη θέση τους ότι το σώμα δεν είναι ιδιοκτησία μας. Και στο ερώτημα αυτό, βέβαια, μπορεί να δοθεί ικανοποιητική απάντηση: Η δωρεά κάποιου οργάνου από ζώντα δότη δεν θα πρέπει να θέτει σε κίνδυνο τη δική του ζωή. Μα κι αν ακόμα ετίθετο σε κίνδυνο η ζωή του, αυτό δεν πρέπει να θεωρείται εφάμαρτο, αφού κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε αυτοκτονία ούτε πράξη που επιδιώκει την ευθανασία. Αφού με τη δωρεά αυτή θα σώζονταν άλλοι άνθρωποι κι η παροχή αυτή ήταν έκφραση ανιδιοτελούς αγάπης, η πράξη αυτή θα μεταβαλλόταν σε πράξη αυτοθυσίας, οπότε θα άρμοζε στην περίπτωση αυτή ο λόγος του Χριστού: «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού».(5)
 
Άλλοι πάλι διερωτώνται πώς είναι δυνατό να βρίσκει δικαίωση από πλευράς Χριστιανισμού η δωρεά κάποιου μέλους μας σε άλλον άνθρωπον, όταν «προσδοκώμεν ανάστασιν νεκρών» και μάλιστα ανάσταση σωμάτων. Θα είναι, λεν, «κολοβά» τα σώματά μας κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Και εδώ το ερώτημα οφείλεται σε άγνοια του δόγματος: Με την ανάσταση «προσδοκώμεν καινούς ουρανούς και καινήν γην»,(6) άρα και καινούργια, αφθαρτοποιημένα σώματα. Τότε «πάντες αλλαγησόμεθα».(7) Όλοι οι άνθρωποι, ακόμα κι όσοι σήμερα έχουν κάποιες αναπηρίες, θα εμφανισθούν ανακαινισμένοι, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Θα γίνει τότε νέα δημιουργία και θα συμπληρωθούν και τα ελλείποντα μέρη των ανθρωπίνων σωμάτων.(8)
          Φαίνεται, λοιπόν, πως τα πιο πάνω ερωτήματα και πολλά άλλα συναφή, δεν δημιουργούν προβλήματα από τα οποία να αναφύονται διλήμματα, αποτρεπτικά, εξ αρχής, των μεταμοσχεύσεων.
          Οι μεταμοσχεύσεις, εν σχέσει με το δότη, διακρίνονται, ως γνωστόν, σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
α) Αυτές που γίνονται με όργανα που λαμβάνονται από ζωντανούς δότες και β) Αυτές που γίνονται με όργανα από πτωματικούς δότες.
α) Νομίζω πως το όλο πνεύμα του Ευαγγελίου και η διδασκαλία της Εκκλησίας ευνοούν και ενθαρρύνουν την προσφορά ενός εκ των διπλών οργάνων μας (π.χ. νεφρών) ή ιστών (δέρματος, αίματος, μυελού των οστών) από ζώντα δότη. Αυτή η προσφορά έχει, ασφαλώς, την κλιμάκωσή της. Αρχίζει από την αιμοδοσία που είναι εντελώς ανώδυνη και όπου το προσφερόμενο αίμα αναπληρώνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, και ως εκ τούτου η πράξη μπορεί να επαναληφθεί πολλές φορές, συνεχίζει με την προσφορά μυελού των οστών όπου, παρόλη τη σχετική πολυπλοκότητά της, πάλι τα συστατικά αναπληρώνονται από τον οργανισμό, κλιμακώνεται με την προσφορά δέρματος, που δεν αναπληρώνεται, και κορυφώνεται με την προσφορά νεφρού που δεν μπορεί να επαναληφθεί.
          Η οποιαδήποτε προσφορά ιστών και οργάνων για να έχει αξία από Χριστιανική σκοπιά, πρέπει να συνοδεύεται από ανιδιοτελή αγάπη. Μόνος ο αλτρουϊσμός είναι ανεπαρκής αν λάβουμε υπόψη τον Απόστολο Παύλο που λέει πως ακόμα «... και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι αγάπην δε μη έχω ουδέν ωφελούμαι».(9) Είναι μια κίνηση αυτοπροσφοράς, μικρότερη ή μεγαλύτερη, ανάλογα με την περίπτωση. Ακόμα για να έχει νόημα αυτή η προσφορά θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατοχυρώνεται η ελευθερία του δότη. Γι’ αυτό και τίθενται, από κυβερνήσεις και οργανισμούς, περιορισμοί και αυστηροί έλεγχοι για αποτροπή της εμπορευματοποίησης της προσφοράς μελών προς μεταμόσχευση.
          β) Κάποια προβλήματα και ερωτήματα που χρήζουν διερεύνησης και απάντησης αναφύονται στην περίπτωση της χρήσης πτωματικών μοσχευμάτων. Το κρίσιμο σημείο για την αποδοχή, ή μη, της λήψης μοσχευμάτων για πραγματοποίηση των μεταμοσχεύσεων στην περίπτωση αυτή, είναι ο ακριβής και πειστικός προσδιορισμός του θανάτου του προσώπου από το οποίο θα ληφθούν αυτά τα μοσχεύματα. Το γεγονός αυτό προβάλλει άλλο κεφαλαιώδες ερώτημα: Τι ακριβώς είναι ο θάνατος και πότε ακριβώς επισυμβαίνει; Προσδιορίζεται ο θάνατος από κάποια χρονική στιγμή ή από μια χρονική διαδικασία την οποία προσδιορίζουμε με βιολογικές παραμέτρους;
          Για την Εκκλησία, ως γνωστό, ο θάνατος ορίζεται ως ο χωρισμός, ή η έξοδος της ψυχής από το σώμα. Πότε, όμως, ή πώς μπορεί να διαπιστωθεί αυτό; Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα η έννοια του θανάτου συνδεόταν με την παύση της λειτουργίας της καρδίας, που κι αυτή συνοδεύεται από την παύση της λειτουργίας των πνευμόνων και την απώλεια της συνειδήσεως. Με τις εξελίξεις, όμως, που σημειώθηκαν στην Ιατρική, κατά τα τελευταία χρόνια, οι βασικές αυτές λειτουργίες αποσυνδέθηκαν μεταξύ τους και υποστηρίχθηκε ότι ο θάνατος του ανθρώπου μπορεί να ταυτισθεί με τον εγκεφαλικό θάνατο.
          Η ιατρική σήμερα δέχεται ότι κατά τον εγκεφαλικό θάνατο έχουμε οριστική καταστροφή του εγκεφάλου και πλήρη απώλεια αισθήσεων και συνειδήσεως. Η αναπνευστική λειτουργία τότε, μπορεί να συντηρείται μόνο με μηχανικούς τρόπους, η δε διακοπή της τεχνητής υποστήριξης οδηγεί στην παύση και της καρδιακής λειτουργίας.
          Οι ειδικοί ιατροί βεβαιώνουν ότι η λήψη οργάνων από νεκρό σώμα, δηλαδή από σώμα στο οποίο έπαυσαν οι ζωτικές λειτουργίες του, είναι ανωφελής για μεταμόσχευση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ήδη έχει αρχίσει η αποσύνθεση. Επομένως η αφαίρεση των οργάνων θα πρέπει να γίνεται πριν νεκρωθούν οι ιστοί. Γι’ αυτό και επιδιώκεται η τεχνητή υποστήριξη μετά τον εγκεφαλικό θάνατο. Από τη διαδικασία αυτή, όμως, προκύπτει άλλο πρόβλημα: Όσο λειτουργεί η καρδία του ανθρώπου δεν είναι δυνατό να μιλήσουμε για χωρισμό της ψυχής από το σώμα, έστω κι αν ο άνθρωπος βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση. Όταν επέλθει ο εγκεφαλικός θάνατος, αλλά εξακολουθεί να λειτουργεί η καρδία με μηχανική υποστήριξη, μπορούμε να πούμε ότι επήλθε ο χωρισμός αυτός; Θετική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα επέτρεπε τη λήψη οργάνων για μεταμόσχευση. Αντίθετα αρνητική απάντηση θα έθετε σε κρίση τις συνειδήσεις πολλών από εκείνους που εμπλέκονται στη διαδικασία των μεταμοσχεύσεων.
          Σύγχρονες, πάντως, ιατρικές μελέτες ταυτίζουν τον εγκεφαλικό θάνατο με το θάνατο του ατόμου. Λόγω της νέκρωσης, και της εν συνεχεία ρευστοποίησης του εγκεφάλου, τα ζωτικά όργανα που παραμένουν εν λειτουργία, σταδιακά εκφυλίζονται. (10). Δηλαδή όταν επέλθει ο εγκεφαλικός θάνατος το σώμα θα παραμείνει μόνο ένα σύνολο οργάνων τα οποία απλώς διατηρούν τις βιολογικές διεργασίες τους με τη μηχανική οξυγόνωση και τη μηχανική διατήρηση της λειτουργίας της καρδίας.
          Ο καθηγητής Στ. Μπαλογιάννης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η έννοια του εγκεφαλικού και η έννοια του καρδιακού θανάτου δεν καθορίζουν δύο διαφορετικάς εκφράσεις του θανάτου, ή της οντολογικής ολότητος αυτού, αλλά οριοθετούν το αυτό φαινόμενον από δύο διαφορετικάς χρονικάς διαστάσεις της επί μέρους νεκρώσεως και της εν συνεχεία αποσυνθέσεως των συστημάτων και των ιστών του σώματος».(11)
          Από όλους τους ερευνητές του θέματος τονίζεται ότι τα κριτήρια του εγκεφαλικού θανάτου δεν πρέπει να ’ναι μόνο κλινικά. Πρέπει να προστεθούν και εργαστηριακά ώστε να επιβεβαιώνεται κατά το δυνατόν όχι μόνον η παύση της λειτουργίας του εγκεφαλικού στελέχους αλλά και του εγκεφαλικού φλοιού.
          Έχω τη γνώμη πως, στο θέμα αυτό, η Εκκλησία – αν και δεν είναι της αρμοδιότητός της – θα μπορούσε να αποδεχθεί τη, σχεδόν ομόφωνη διεθνώς, άποψη ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυτίζεται με το αμετάκλητο βιολογικό τέλος του ανθρώπου. Η Εκκλησία της Κύπρου δέχεται, για σκοπούς λήψης οργάνων από κάποιο πτωματικό δότη, την ομόφωνη γνωμάτευση τριών ιατρών, από τους οποίους ουδείς σχετίζεται με μεταμοσχεύσεις, ότι η κατάσταση του ασθενούς είναι μη αναστρέψιμη και ότι τερματισμός της μηχανικής υποστήριξης θα οδηγήσει στο αμετάκλητο τέλος.
          Η διαπίστωση του θανάτου δεν δίνει, ασφαλώς, στην κοινωνία το δικαίωμα αφαίρεσης των ιστών ή των οργάνων από το πτώμα για μεταμόσχευση. Απαιτείται η εκ των προτέρων συναίνεση του δότη. Αν, δηλαδή, όταν ήταν καλά ο άνθρωπος συνειδητά και ελεύθερα είχε δηλώσει, ή, καλύτερα, είχε υπογράψει σχετική δήλωση ότι παρείχε το δικαίωμα στους εντεταλμένους κοινωνικούς φορείς να αφαιρέσουν, σε περίπτωση θανάτου του, κάποια όργανά του για μεταμόσχευση σε άλλους ανθρώπους. Παρόλο που στην περίπτωση αυτή η δωρεά δεν έχει το στοιχείο της αυτοθυσίας, ή της υπερβάλλουσας αγάπης, αφού αυτό γίνεται όταν τα όργανα δεν θα είναι χρήσιμα στο δότη, εν τούτοις δεν μπορεί κάποιος να μην υπογραμμίσει τις θετικές πλευρές της. Το ότι ο άνθρωπος, που δηλώνει μελλοντικός δότης οργάνων, σκέφτεται και αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο αιφνίδιου θανάτου του με τρόπο θετικό και το ότι συνδέει αυτό το ενδεχόμενο με τη βοήθεια κάποιου ανώνυμου ασθενούς, δεν είναι κάτι που μπορεί να παραβλεφθεί.(12)
          Σε μερικές χώρες, όπως στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στην Αυστρία και στην Ιταλία θεσπίστηκε νομοθετικά η «εικαζομένη συναίνεση», για να ξεπεραστεί το πρόβλημα της έλλειψης οργάνων. Στις χώρες αυτές θεωρείται δότης όποιος δεν έχει εγγράφως αρνηθεί κάτι τέτοιο όταν ήταν εν ζωή.
          Στην Κύπρο, και σε πολλές άλλες χώρες, όταν δεν υπάρχει συναίνεση του δότη ζητείται συναίνεση των συγγενών του. Και είναι πράγματι πολύ συγκινητικό να βλέπεις γονείς, ή αδέλφια, ή συζύγους, μέσα στον αφόρητο πόνο και στην ανείπωτη οδύνη τους, να δίνουν τη συγκατάθεσή τους για αφαίρεση, από το σώμα του προσφιλούς νεκρού τους, οργάνων προς μεταμόσχευση. Ζήσαμε, νομίζω, όλοι το θάνατο δικών μας ανθρώπων και θα συμφωνείτε πως ευκολότερα θα δίναμε το δικό μας μόσχευμα, παρά του δικού μας ανθρώπου. Γι’ αυτό και δεν νομίζω πως το ερώτημα, αν οι συγγενείς έχουν κληρονομικά δικαιώματα και στο σώμα του δικού τους ανθρώπου, προσθέτει κάτι περισσότερο στον προβληματισμό που εκθέσαμε πιο πάνω, και που αναφερόταν στο αν εμείς έχουμε ιδιοκτησιακά δικαιώματα στο σώμα μας ώστε να μπορούμε να παρέχουμε μέλη του σε άλλους για μεταμόσχευση.
          Μετά από αυτή την εκτενή αναφορά στα προβλήματα και στους προβληματισμούς για τις μεταμοσχεύσεις, και τη δωρεά οργάνων, πως τοποθετούμαστε απέναντι στο θέμα αυτό;
  Πιστεύω πως η προσφορά ιστών και οργάνων για μεταμόσχευση είναι πράξη υψίστης αγάπης. Θα πρέπει, όμως, να τίθενται πάντα και κάποιοι ηθικοί κανόνες, η τήρηση των οποίων θα εγγυάται την παραμονή των μεταμοσχεύσεων στα σωστά πλαίσια. Οι κανόνες αυτοί, στην περίπτωση ζώντων δοτών, θα πρέπει να διασφαλίζουν το ελεύθερο και αβίαστο της προσφοράς, καθώς και την αποτροπή της εμπορικής εκμετάλλευσής τους. Στην περίπτωση των πτωματικών δοτών, θα πρέπει να εξασφαλίζεται εκ των προτέρων, και σε χρόνο ανύποπτο για το βιολογικό του τέλος, έγγραφη συγκατάθεση του δότη. Θα πρέπει επίσης να καθορισθεί επακριβώς από ιατρικής πλευράς, με αντικειμενικά κριτήρια, πότε επέρχεται ο θάνατος. Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ηθική πράξη η επίσπευση του θανάτου κάποιου για να σωθεί η ζωή άλλου.(13)
          Στη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση οργάνων προς μεταμόσχευση και την, ως εκ τούτου, αυξανόμενη πίεση προς τους ανθρώπους να γίνουν μετά θάνατον δότες, η Εκκλησία αφήνει ανοικτές και τις δυο δυνατότητες. Παρόλο που η πράξη αυτή (της παροχής οργάνων προς μεταμόσχευση) ιατρικά συνιστάται, αλλά και λογικά και ηθικά είναι πλήρως δικαιολογημένη, δεν θα πρέπει να φορτίζουμε με ενοχές εκείνους που, για διαφόρους λόγους, δεν επιθυμούν, είτε την εν ζωή, είτε την μετά θάνατον, προσφορά μελών του σώματός τους για μεταμόσχευση. Εκείνον που επιθυμεί να γίνει δωρητής μελών του, η Εκκλησία τον ευλογεί και εκείνον που δυσκολεύεται, τον κατανοεί και τον σέβεται.
          Πληροφοριακά σας λέω ότι προσωπικά έχω υπογράψει τη δήλωση που προσφέρει το Παρασκευαΐδειο Μεταμοσχευτικό Κέντρο Κύπρου, ότι δέχομαι να γίνω μετά θάνατον δότης οργάνων. Δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει κάποιος να νιώθει ότι προσφέρει σπουδαία πράγματα γιατί, παραφράζοντας τον Μέγα Βασίλειο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι «του θανάτου η χάρις» και όχι της μεγαλοψυχίας μας. Τη σχετικά πολύ μικρή πιθανότητα μη πραγματικής διαπίστωσης του θανάτου, ο πιστός θα πρέπει, νομίζω, να την ξεπερνά έχοντας υπόψη του τη σχετικότητα της ζωής και του θανάτου και θεωρώντας ότι στην απομακρυσμένη αυτή περίπτωση η ενέργειά του θα μπορεί να θεωρείται και ως αυτοθυσία για το καλό των συνανθρώπων του.
 
Διαφήμιση